Από τον Χρήστο Ζ. Σταύρο
Από πολύ μικρός κατάλαβε πως αυτός ο τόπος δεν έχει ψωμί και τράβηξε το δρόμο της ξενιτειάς. Πολυμελής η οικογένεια (εφτά αδέρφια), δύσκολες οι συνθήκες επιβίωσης για την εποχή εκείνη, φτώχεια και ανέχεια στο φτωχικό σπιτάκι του μπάρμπα Κότσου και της θείας Παρασκευής. «Ξυπόλυτος» έφυγε ο Νικόλαος Σταύρου από το Ξηράκι Ροδαυγής, με μια βαλίτσα άδεια, αλλά γεμάτη με την ελπίδα ότι μετά από... χρόνια θα καταφέρει να βοηθήσει την οικογένειά του.
Ο Νίκος γεννιέται στις 05.12.1936 ως δεύτερο παιδί μιας φτωχής οικογένειας στο Ξηράκι Ροδαυγής. Όταν ήταν 16 χρόνων, το 1952, φεύγει απ το χωριό σε μια προσπάθεια να καταλάβει τον κόσμο και να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του και το αναζητητικό του πνεύμα. Πάντοτε ανακαλούσε τις σκέψεις και τη ζωή που έκανε μικρός: , «βόσκαγα τα γίδια στο βουνό και δε μπορούσα να πιστέψω ότι αυτή θα είναι η ζωή μου για πάντα..»
Φεύγει αρχικά για το Βόλο στους Ζαχαραίους, όπου εργάζεται μεταξύ άλλων σαν οικοδόμος και τα βράδια μαγειρεύει λαχταριστό στιφάδο για όλους. Συνεχίζει την πορεία του προς το βορρά, δουλεύοντας στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στη Σκύρο για κάποιο καιρό.
Τον Απρίλιο του 62 ταξιδεύει για Ελβετία και φτάνει μπροστά σε ένα πρωτοφανές γι' αυτόν θέαμα, την παγωμένη λίμνη της Ζυρίχης. Όπως οι περισσότεροι της εποχής, δεν κουβαλάει τίποτα μαζί του, παρά μόνο ελάχιστες δραχμές και την ελπίδα του.
Στη Ζυρίχη αρχικά δουλεύει στο Δήμο για 7 χρόνια και ενίοτε κάνει το διερμηνέα στους Έλληνες εργάτες. Τα βράδια μαθαίνει γερμανικά, αλλά και αγγλικά. Αυτό του ανοίγει την πόρτα να προσληφθεί το 1969, στη Swissair, την μεγαλύτερη αεροπορική εταιρεία της Ελβετίας. Την ίδια χρονιά φέρνει στην Ελβετία και τη νεότερη από τις αδερφές του, Βασιλική, με την οποία αποκτά ιδιαίτερα στενή σχέση.
Εν τω μεταξύ, στις 4 Μαίου του 64 έχει κατέβει στην Ελλάδα για να παντρευτεί την αγαπημένη του Ελένη Ζιώγα, αλλά και να την πάρει μαζί του στα ξένα. Καβάλα στο άλογο, ο ίδιος γαμπρός και πολλοί άλλοι επίσης καβαλάρηδες, ανεβαίνουν από τα Σταυραίϊκα για την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και ακολουθεί παραδοσιακός γάμος και γλέντι στο πατρικό του σπίτι.
Το 65 γεννιέται στην Ελβετία, η μονάκριβή του κόρη, στην οποία δίνει το όνομά της μητέρας του, Παρασκευή (Βούλα). Για τα επόμενα 27 χρόνια θα ζει στο Kloten (Κλότεν) της Ζυρίχης, δίπλα στο πολυαγαπημένο του αεροδρόμιο, και θα εργάζεται εκεί σαν υπάλληλος γραφείου. "Ο Ξυπολιάς απ' το Ξηράκι, που έγινε Γραφιάς στην Ελβετία" (συνήθιζε να λέει πάντα).
Τα Σαββατοκύριακα θα… βγαίνουν με τους λοιπούς Έλληνες φίλους του και τις οικογένειές τους και θα ψήνουν, θα γιορτάζουν και θα χαίρονται. Δημιουργούν μια μεγάλη κοινότητα, η οποία διατηρείται μέχρι και σήμερα από τα εγγόνια και τα δισέγγονα των πρώτων μεταναστών, σαν τον Νίκο. Αλλά δεν μένει εκεί. Αποφασίζει να γυρίσει και να γνωρίσει τον κόσμο, αξιοποιώντας την έκπτωση που του πρόσφερε η θέση εργασίας σε αεροπορική εταιρεία και φτάνει σε όλες τις ηπείρους. Χρόνια μετά σηκώνει την υδρόγειο σφαίρα με μαρκαρισμένα τα μέρη τα οποία επισκέφτηκε, και αφηγείται στα εγγόνια του τον κόσμο μέσα από τα δικά του ταξιδιωτικά μάτια.,,Σκέψου… « ο Ξυπολιάς απ' το Ξηράκι… γύρισε όλον τον κόσμο…», έλεγε ξανά και ξανά.
Από τα πρώτα χρόνια της ξενιτειάς ο Νίκος δεν ξέχασε ούτε την οικογένεια του, ούτε τους συγγενείς του, μα ούτε και τους συγχωριανούς, με τους οποίους είχε επαφή μαζί τους και όταν ερχόταν στο χωριό συμμετείχε σε όλες τις εορταστικές εκδηλώσεις και όλοι ήθελαν να του σφίξουν το χέρι και να μιλήσουν μαζί του, γιατί ήξεραν πως κάτι χρήσιμο και σημαντικό θα άκουγαν από τα χείλη του.
Δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνη την περίοδο της δεκαετίας του ΄60 όπου ο Νίκος έφερνε κούτες με ρούχα από την Ελβετία τα οποία μας μοίραζε και η χαρά μας ήταν απερίγραπτη. Και δεν έφερνε ρούχα στους πρώτους συγγενείς, έστελνε και κούτες με ρούχα και παπούτσια στην Κοινότητα. Προσωπικά, (όταν ήμουνα μικρός), καμάρωνα που είχα ένα ξάδερφο σπουδαίο, ο οποίος όταν ερχόταν στο χωριό πέραν των άλλων, μας έφερνε ιδέες και γνώσεις από τη ζωή του εξωτερικού. Μας μιλούσε για τη δημοκρατία, για τον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου, για το καθαρό περιβάλλον, χωρίς πεταμένα σκουπίδια (τον ενοχλούσαν πάρα πολύ), και για το πώς λειτουργεί ένα προοδευμένο κράτος. Αυτός ήταν που έφερε το πρώτο ραδιόφωνο στο μαχαλά και μαζευόμαστε στο σπίτι του μπάρμπα Κότσου, εμείς τα παιδιά και οι γονείς μας, να ακούσουμε ειδήσεις, τραγούδια και τα αποτελέσματα των απανωτών εκλογών του 1963, 64 και 65, που συμμετείχαν τότε τα κόμματα ΕΡΕ, Ένωση Κέντρου και ΕΔΑ, σε μια πολυτάραχη πολιτική περίοδο στη χώρα μας.
Φρόντισε δε ο Νίκος να φιλοξενήσει τα αδέρφια του και τους γονείς του που ταξίδεψαν σ΄αυτή την προοδευμένη και πολιτισμένη χώρα της Ελβετίας. Σε κάθε φιλοξενία φρόντιζε να είναι ο ίδιος ένας καλός ξεναγός στις αξιόλογες περιηγήσεις που έκανε σε λίμνες, ποτάμια, βουνά, πόλεις, χωριά και μουσεία. Και δεν ήταν μόνο η οικογένεια του, ήταν και άλλοι γνωστοί και ξαδέρφια (μεταξύ αυτών και ο γράφων το κείμενο αυτό), που φιλοξενήθηκαν και γνώρισαν τον τρόπο ζωής και τον πολιτισμό αυτής της χώρας.
Ο Νίκος ήταν πολύ κοινωνικός, τρυφερός και αφοσιωμένος σύζυγος και καλός οικογενειάρχης. Υπήρξε σημαντικός ως γονιός και παππούς και τα εγγόνια του τον βίωσαν ως ένα πολύτιμο μέλος της οικογένειας, ως καλό φίλο και με τον ανάλογο σεβασμό. Με το παράδειγμα του και με τις χρήσιμες συμβουλές του δίδασκε την εργατικότητα, τη δικαιοσύνη, την απλότητα, τη συνέπεια των πράξεων και προ πάντων τον σεβασμό στον συνάνθρωπο.
Υπήρξε πάντα γελαστός, το πρόσωπο του γυάλιζε από καλοσύνη, δεν γνώριζε τον κακό το λόγο και ξεχώριζε πάντα για το πρότυπο της ευγενικής του συμπεριφοράς.
Το 95 γεννιέται το πρώτο του εγγόνι η Γεωργία (Τζωρτζίνα) και το 96 εκπληρώνει το όνειρό του να επιστρέψει στην Ελλάδα μόνιμα, για να συνησφέρει στο μεγάλωμά της. Ολοκληρώνει το χτίσιμο του σπιτιού του στη Φιλιππιάδα κι εγκαταλείπει την αγαπημένη του Ζυρίχη με πρόωρη σύνταξη.
Τα επόμενα χρόνια ζει σαν συνταξιούχος και καλωσορίζει και το δεύτερο εγγόνι του τον Νικόλαο το 2006. Παραμένει ωστόσο πολύ δραστήριος, το χειμώνα συνεχίζει τα ταξίδια, την άνοιξη βάζει κήπο, το φθινόπωρο μαζεύει ελιές και το καλοκαίρι απολαμβάνει τη θάλασσα, μαγειρεύει και καλομαθαίνει μαζί με τη γυναίκα του τα εγγόνια τους. Δεν ξεχνάει το αγαπημένο του χόμπι που είναι τα φαρμακευτικά φυτά (βότανα) τα οποία φυτρώνουν παντού και ασχολείται επιμελώς με αυτά και ποτέ μα ποτέ δε σταματά να μιλάει για την Ελβετία. Είναι γι' αυτόν η γη της επαγγελίας, που του έδωσε παπούτσια και ψωμί να φάει, που του επέτρεψε να νιώσει άξιος και επιτυχημένος.
Στις 31.05.2024 φεύγει αιφνίδια απ' τη ζωή, πλάι στη γυναίκα του, ικανοποιημένος και χαμογελαστός, έχοντας εκπληρώσει τον ανώτερο σκοπό του. Πάντα γέλαγε, άλλωστε κι ακόμα θα γελάει.
Σημ. Πληροφορίες για το βιογραφικό έδωσε η εγγονή Τζωρτζίνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου