Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

Ας μιλήσουμε για τον τόπο μας.

                                                                                                       
         Του Δημήτρη Βλαχοπάνου
         Φιλόλογου και Συγγραφέα
Ο τόπος μας είναι ο μαγνήτης που μας τραβά και δε μας αφήνει να ησυχάσουμε. Είμαστε κάτι απ’ τον Ομηρικό Οδυσσέα. Μας κεντρίζει βαθιά η επιθυμία της φυγής και μας κρατά άγρυπνους ύστερα ο πόθος της επιστροφής. Ο νόστος. Η νεότητα βγάζει φτερά και μας στέλνει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Μα σαν γνωρίσουμε τα μέρη των ξένων και ζήσουμε μαζί τους τον τρόπο ζωής τους, μας.... πιάνει και τυραννικά μας κρατά στα χέρια και στις δαγκάνες της η φωνή της μικρής μας πατρίδας.
   Ένα παιδί μας καρτερεί πάντα σε κάποιαν αυλή, σε μιαν αλάνα, σ’ έναν παιδότοπο ενός άλλου καιρού. Και μας νεύει με το χέρι του, το μαντήλι του, την ψυχή του να μην το ξεχάσουμε και να μην το αφήσουμε στην ερημιά μόνο, καθώς ηχεί μες στ’ αφτί του η υπόσχεση που του ψιθυρίσαμε μυστικά, τη νύχτα εκείνη που ετοιμαστήκαμε για τους δρόμους του αγνώστου και του απείρου: μείνε εκεί, θα ξανάρθουμε.
   Ναι, αλλά ο τόπος μας άδειασε. Τα δρόμοι του ερήμωσαν. Οι γειτονιές έσβησαν. Τα σπίτια τυλίχτηκαν στον κισσό της αποπνικτικής σιωπής. Και συλλογίζεται κι εσύ καθώς κι ο ποιητής μέσα σ’ αυτή την έρημη χώρα: τι αξία έχει ένας τόπος, τι αξία έχει ένα κάστρο, ένα πλοίο, μια μεγάλη πλατεία, ένα όμορφο σπίτι χωρίς τους ανθρώπους; Πού είναι οι άνθρωποι; Μια θλιμμένη μελαγχολία στέκεται πάνω απ’ τις στέγες, πάνω απ’ τα φύλλα των δέντρων, πάνω απ’ τις κορφές των πέτρινων καμπαναριών.
   Αν δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω το χρόνο -και σίγουρα δεν μπορούμε- κι αν δεν μπορούμε να γεμίσουμε πάλι τον τόπο -αυτό είναι κάτι που θα το αποφασίσει η ίδια η ζωή-, ας μιλήσουμε τουλάχιστον για τον τόπο μας. Κι ας φτιάχνουμε μικρές συντροφιές, τις λίγες κι ακριβές εκείνες μέρες του καλοκαιριού που περνάμε σ’ αυτόν και συναντιόμαστε στις πλατείες και τις αυλές μας, κι ας κουβεντιάζουμε για τον τόπο μας, ας ανακαλούμε μορφές που μας έθρεψαν και μας πόνεσαν και μας έδωσαν σάρκα απ’ τη σάρκα τους. Κι ας ξεσκεπάζουμε τα παλιά που ευφραίνουν αχόρταγα την ψυχή μας και αναπτερώνουν τη φαντασία μας.
   Είμαστε οι σκυταλοδρόμοι των νέων καιρών που τρέχουν με ταχύτητες άνευ ορίων. Κι είμαστε στο μεταίχμιο μιας εποχής που έζησε με τον γενέθλιο τόπο και μιας που έμαθε να ζει χωρίς τον γενέθλιο τόπο. Μα άλλο δε μένει σε μας τους δρομείς παρά να μιλήσουμε για τον τόπο μας. Και να μεταδώσουμε στις νέες γενιές την ιστορία και την παράδοσή του. Να ενώσουμε το παρελθόν του με το παρόν του. Και να κατανοήσουμε βαθιά πως δεν είμαστε παρά η απόληξη μιας μακρόχρονης διαδοχής.     Δεν υπάρχουν ομορφότερες στιγμές της ζωής μας απ’ τις παρέες που σχηματίζονται ξαφνικά και απρογραμμάτιστα στις πλατείες των χωριών μας και αρχίζουν μετά να ξεφυλλίζουν τις παλιές σελίδες της κοινής ιστορίας και της κοινής διαδρομής.
   Οι πολιτιστικοί σύλλογοι μπορούν και πρέπει να οργανώνουν καλοκαιρινές εκδηλώσεις που να έχουν για θέμα τους το χθες των μικρών μας πατρίδων. Χωρίς ειδικές προετοιμασίες και μ’ ένα μονάχα στην πλατεία πατάρι, χωριανοί που έχουν να πουν παλιές ιστορίες, θα παίρνουν το λόγο για να στήσουν εικόνες και να θυμίσουν μορφές που έγραψαν με τον τρόπο τους την ιστορία της μικρής κοινωνίας μας.
   Η Ροδαυγή μπορεί να κάνει πρώτη το πείραμα αυτό. Και θα βγει πολλαπλά κερδισμένη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: