Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

Αποχαιρετισμός στη Μάνα Μαρία!

Του Δημήτρη Βλαχοπάνου.

Σε τούτο δω το μεταίχμιο

του χρόνου

με τις εύθραυστες μνήμες

ο άνεμος ξεδιπλώνει τα αυτόγραφα

για την .....

ειρήνη και την ευρωστία

του κόσμου.

Σωτήρης Ζυγούρης, Τα υστερόγραφα, 2002

 

Την Παρασκευή 29 Οκτώβρη του περασμένου χρόνου  αποχαιρετήσαμε με πολλή αγάπη και τρυφερότητα τη Μαρία Ζυγούρη. Είπαμε το ύστατο χαίρε στη Μάνα Μαρία, όπως μου άρεσε κάθε φορά να τη λέω. Αποχαιρετήσαμε τη ζεστή αγκαλιά της, που έμοιαζε με μια σίγουρη κι ήμερη θάλασσα. Και κρατήσαμε μέσα μας την κουβέντα της, την άσβεστη αυτή φλόγα που φωτίζει τον τόπο αδιάκοπα σαν το μικρό ερημικό εικονοστάσι. 

Σύμβολο η Μάνα Μαρία των μανάδων της θύελλας, της στέρησης και του πόνου, που κατοίκησαν μέσα μας με το φωτοστέφανο των μαρτύρων. Κι είχε η ζωή τους κάτι απ’ τους βίους των αγίων και κάτι από παραμύθι και θρύλο. Και φαντάζανε στα μάτια της ψυχής μας πλασμένες με σπάνια κι άφθαρτα υλικά, καθώς περάσανε τη ζωή τους περπατώντας στους βάλτους κι αγκομαχώντας ανάμεσα σ’ αγκάθια και βάτους. Γιατί στις πλάτες τους κουβαλήσανε σαν τον άτλαντα την υδρόγειο της ορφάνιας, του μόχθου, της μάχης.

Μάνα Μαρία, βάδισες μόνη αμέτρητες νύχτες στα υγρά μονοπάτια των βουητών και των θρήνων. Κι αναμετρήθηκες πλάι στη γωνιά σου με τα βαριά βήματα της μοναξιάς και της απουσίας. Πυρπολήθηκε η γη σου, όταν έφυγε ο Σωτήρης σου, νέος ακόμα, για το μεγάλο ταξίδι του. Κι άνοιξες με τα νύχια σου λάκκους για να μαζεύεις στην αργυρή τους λεκάνη τα δάκρυα και να τους μετατρέπεις σε λίμνες του πόνου σου. Κι έριχνες κάθε μέρα εκεί, μαζί με την απέραντη θλίψη σου, και τα σπυριά της ελπίδας και του ονείρου σου για έναν δικαιότερο κόσμο, σαν αυτόν που έγραφε στα ποιήματά του ο Σωτήρης. 

Όλη η ζωή σου μια ανάβαση. Κι όλη σου η σκέψη μια σκάλα για τον παράδεισο. Σιωπηλά τα μερόνυχτα, φορτωμένα με μνήμες, κυλούσαν με στημένο το αφτί τους προς τη μεριά της ανάστασης. Διαμελισμένα τα ιμάτιά σου και πολύτιμη δωρεά σ’ όσους τραβούσαν τον σύρτη και μπαίνανε στην αυλή σου. Γιατί ήσουν η αγία που αρνήθηκε τη δική της ζωή και πάλευε να ’χει το σπίτι να δίνει. Κι ήταν τούτο το δόσιμο η μέγιστη πράξη που κόσμησε τη σεβάσμια ύπαρξή σου και μαστόρεψε γύρω της την κιβωτό της αγάπης.

Και σ’ αυτό το μεταίχμιο ήρθε κάποτε ο καιρός που σε φίλιωσε με το θάνατο.  Κι ήταν που φύγανε οι άλλοι πιο πριν. Και μεγάλωνε ο ίσκιος τους μες στους μελαγχολικούς κι άβατους δρόμους της νοσταλγίας. Μα εκείνοι δεν έρχονταν. Αυτό το ταξίδι δεν έχει δρόμο γυρισμού. Κι άνοιγες έτσι το δρόμο σου εσύ, για να πας να τους βρεις κι η ψυχή σου ν’ αναπαυτεί ανάμεσά τους.

Θα ’θελα πολλά να σου πω φανερά απ’ όλα εκείνα που μου ’λεγες μυστικά κι αλάφρωναν τη βασανισμένη ψυχή σου. Μα τώρα λέω μόνο τούτο: Ο αμέτρητος πόνος σου κι ο λιτός λόγος σου το ακριβότερο και πολυτιμότερο νόμισμα που ενώνει τις φλέβες μας και τις κρατά δεμένες σ’ αυτόν τον αγώνα που δεν ξέρει κανείς ποια θα ’ναι η επόμενη μέρα. Ευλογία τα χέρια σας που μας κράτησαν και τα στήθη σας που μας θήλασαν και τα χείλη σας που μας φίλησαν.

Μάνα Μαρία

Τώρα μπήκες στο δρόμο προς τ’ άστρα. Και συνάντησες τον Σωτήρη σου εκεί. Τον Σωτήρη που λάτρεψες και δεν τον χάρηκες όπως του γύρεψες και σου γύρεψε. Και συνάντησες τον Νικηφόρο, τον άντρα σου, που σε σεβάστηκε και σ’ αγάπησε με τη γαλήνη που φώλιαζε στην ψυχή του. Να συναντήσεις όμως και τη μάνα μου Ελένη. Τον πατέρα μου. Και τ’ αδέρφια μου που βγήκαν νωρίς στο στρατί προς το θάνατο. Και να πεις σ’ όλους πως κατοικούν παντοτινά μέσα μας.

Όπως θα κατοικείς παντοτινά κι εσύ μες στην ψυχή του άλλου σου γιου, Γιάννη. Και στην ψυχή των εγγονιών σου, των συγγενών και των φίλων σου. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: