Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

Ήταν ένα μικρό ξωκλήσι... της Ελένης Κ. Παπαβασιλείου.

Όταν ο Κωνσταντίνος Διαμάντης επισκεπτόταν παιδί το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία είχε μια διαφορετική εικόνα από αυτή που έχουμε εμείς σήμερα. Η στέγη του ναού ήταν καλυμμένη με πλάκες, ενώ στην είσοδο υπήρχε μόνο μια... μικρή προέκταση της στέγης και όχι μεταλλικό υπόστεγο περιμετρικά της δυτικής και νότιας πλευράς. Στο εσωτερικό μπορούσε να δει την επιγραφή ιστόρησης του ναού, την οποία και μας διέσωσε (σε 2 παραλλαγές), και μαζί της τη χρονολογία 1814, σημείο αναφοράς για τη χρονολόγηση του ναού πριν από αυτό το ορόσημο. Μπορούσε ακόμα να θαυμάσει τις τοιχογραφίες, τόσο του κυρίως ναού όσο και του “γυναίκειου”, που χωριζόταν σαν νάρθηκας από το “αντρίκειο”. Χάρη στη γραπτή μαρτυρία του γνωρίζουμε για την παράσταση του “Εν Εδέμ Παραδείσου”, που κοσμούσε την δυτική πλευρά του ναού, στο γυναίκειο, που δε σώζεται πια. Η παρατηρητικότητά του δεν εξαντλήθηκε σε αυτά, αλλά και στις εικόνες του τέμπλου, ειδικά στην εικόνα της Ένθρονης Βρεφοκρατούσας Θεοτόκου, όπου διέκρινε την υπογραφή του αγιογράφου Αναγνώστη Διαμάντη από τα Πλαίσια των Κατσανοχωρίων.
Αξίζει, νομίζω, να παρατεθεί ολόκληρο το κείμενό του που αφορά το ναό, από τους τόμους των ΑΠΑΝΤΩΝ του: 

“Εκκλησία παλιά κοντά στη βρύση Συκιά, λίγο κάτω από το Ντερβένι, πάνω από την Τούρκικη Κούλια και την πηγή Ρωμαίο, με επιγραφή “ιστορήθη ο πάνσεπτος ναός του αγίου και ενδόξου Προφήτου Ηλιού επιτροπεύοντος και περιποθούντος Θανάση Δημήτρη εν έτει 1814 μαρτίου 24”. Είναι ξυλόστεγη μονόκλιτη βασιλική με ιερό, ανδρίκειο και γυναικείο και φέρει ωραίες τοιχογραφίες σ’ όλους τους τοίχους...” (τόμος 1ος, σ. 105 και τόμος 4ος, σελ. 173 ) 
και 
“Στην Εκκλησία του Αϊ- Λιά της Ροδαυγής: Εικόνα της Παναγίας όπου επιγραφή “ΔΗΚΗΑ ... α΄ ΠΟΣΤΟΥ ΔΗΑΜΑΝΤΗ εκημης ηχε αωστ...” 

Στην ίδια Εκκλησία επιγραφή “ † ιστορήθη ο πάνσεπτος ναός του αγίου και ενδόξου/ προφήτου Ηλιού επιτροπεύοντος του περιποθού/ ντος Θανάση Δημήτρη εν έτει: 1814 Μαρτίου 24”. 

Στο Γυναικείο του Αϊ- Λιά αυτού αγιογραφίες στους τοίχους με ενδείξεις: “ο εν Εδέμ Παράδεισος, Χορός Μαρτύρων, Χορός Προφητών, Χορός ..., Θ-Μ, Θ, Α-Δ, Μ-Κ, Ι-Ω, Π-Τ, Π, Μ-Θ, C-Μ, Χορός Οσίων, Οι Άγιοι Πάντες, Φησιν Γεον, ΤΙΓΡΗΣ, Δεφράτης, Παναγία, Προφ. Ηλίας, Ισ. Χρστς, Άγιος Ιωάννης, κ.λ.π. 

Στον Κυρίως Ναό: Προφ. Ηλίας, Αγ. Ιω. ο Θεολόγος, ο άγιος Λουκάς, άγιος Γεώργιος (όχι καβαλλάρης),/ ο άγιος Παντελεήμων, ο άγιος Πέτρος, ο άρχων Μιχαήλ, ο άρχων Γαβριήλ, ο άγιος Παύλος, η αγία Μαρίνα, η αγία Βαρβάρα, η αγία Αικατερίνη, ο άγιος Μάρκος, ο άγιος Ματθαίος, ο άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης, ο άγιος Θεόδωρος ο Τήρων, ο άγιος Βίκτωρ, ο άγιος Νέστωρ, ο άγιος Δημήτριος, ο άγιος Πέτρος Αλεξανδρείας, ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος, ο άγιος Ρωμανός, η Πλατυτέρα, ο άγιος Νικόλαος, ο άγιος Κήρυκος, ο άγιος Σίλβεστρος, ο άγιος Ελευθέριος, ο άγιος Αντίπας, ο άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων, ο άγιος Λάζαρος, οι 4 Ιεράρχαι: Ιω., Γρηγ. Αθ., Βασ., ο Παγκάκιστος, ο προφήτης Ιωνάς μέσα στο κήτος.” (τόμος 9ος, σελ.15-16). 

Οι τελευταίες εικόνες που είχε από τον χώρο πιστεύω ότι ήταν από την επίσκεψή του στο χωριό το 1953. Μια γεύση μπορούμε να πάρουμε και εμείς από τις φωτογραφίες των πανηγυριών που γίνονταν εκεί της Ζωοδόχου Πηγής και του Αϊ- Λιά, οι οποίες έχουν δημοσιευτεί στον 3ο τόμο της ΝΗΣΙΣΤΑΣ του Γ. Χ. Κομζιά, σελ. 45, και στο πρόσφατο λεύκωμα του Χ. Ζ. Σταύρου “Ροδαυγή. Ένα ταξίδι στο χτες”, σελ. 124 και 125. Αποτυπώνουν την κατάσταση του ναού εξωτερικά κατά τη δεκαετία του ’60 και είναι ό,τι πιο κοντινό έχουμε στην εικόνα που μας έδωσε ο Διαμάντης. 

Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’70 και οι βιοτικές συνθήκες στο χωριό έχουν βελτιωθεί, οπότε είναι εφικτά και κάποια κοινωφελή έργα. Ανάμεσα σε αυτά και οι εξωραϊσμοί των εκκλησιών: από ένα απλό ασβέστωμα έως ριζικές (συχνά και εκ βάθρων) ανακαινίσεις. Έτσι και το μικρό μας ξωκλήσι δεν θα ξεφύγει από τον άνεμο της ανανέωσης που πνέει στο χωριό μας και θα αποκτήσει στέγη από κεραμίδια (μόνο το Ιερό γλίτωσε από την επέλαση του εκμοντερνισμού...). Αυτό βέβαια δεν θα ήταν κάτι το τρομερό, αν η αντικατάσταση της στέγης δεν συνοδευόταν και από εκτεταμένες παρεμβάσεις στο εσωτερικό του: αφαιρείται ο διαχωριστικός τοίχος του “γυναίκειου”, με αποτέλεσμα να χαθούν οριστικά οι περίφημες τοιχογραφίες του. Μαζί με εκείνες, όπως ήταν φυσικό, χάθηκαν και υπέστησαν φθορά και άλλες του κυρίως ναού. Εικάζω ότι την εποχή εκείνη καταστράφηκε και η επιγραφή ιστόρησης του ναού, γιατί εγώ – γεννημένη στα μέσα του ’70- δεν την έχω δει. Ίσως επίσης τότε να χάθηκε και ένα τμήμα του σταυρού της επίστεψης του τέμπλου. 

Το 1976 πέρασαν από τα μέρη μας σε αρχαιολογική περιοδεία οι έκτακτοι – τότε- αρχαιολόγοι της Εφορείας Βυζαντινών, Μεσαιωνικών και Νεοτέρων Μνημείων Ηπείρου Ευγενία Χαλκιά και Δημήτριος Κωνστάντιος, με την ευκαιρία της κατασκευής του φράγματος Πουρναρίου, και κατέγραψαν τους σημαντικότερους ναούς Πιστιανών και Ροδαυγής. Ακολουθεί η περιγραφή του ναού, όπως δημοσιεύτηκε στο Αρχαιολογικό Δελτίο (τομ. 32, Β1 Χρονικά, σελ. 175) του 1977 από τον Έφορο Δημήτριο Τριανταφυλλόπουλο: 

“Μονόκλιτος ναΐσκος με ημικυκλική αψίδα και δίριχτη στέγη, χτισμένος με αργολιθοδομή, ανακαινισμένος άτεχνα. Διασώζει τοιχογραφίες στο Ιερό Βήμα και στα τμήματα των πλάγιων τοίχων κοντά στο τέμπλο, που θα πρέπει να χρονολογηθούν το νωρίτερο στα τέλη του 18ου αι.” 

Και ερχόμαστε στο σήμερα, αφού πρώτα κάνουμε μια μικρή στάση στο 2005, χρονιά κατά την οποία έγινε η τελευταία “ανακαίνιση” του ναού του Αγίου Νικολάου (η πρώτη και σαρωτική είχε γίνει τη δεκαετία του ’70) και αφορούσε το χαγιάτι του ναού. Οι ντόπιοι μάστορες έκριναν καλό να αντικατασταθεί η στέγη από πλάκες, απομεινάρι του παλιού ναού, από νέα στέγη από μαύρο-γκρι κεραμίδι, καθώς και να υψωθεί κατά τι. Για το σκοπό αυτό στη νότια πλευρά, που η στέγη στηριζόταν σε 6 σπονδυλωτούς κίονες, αφαίρεσαν τον ένα κίονα και πρόσθεσαν τους σπονδύλους του στους εναπομείναντες 5, ενώ στη δυτική πλευρά, που στηρίζεται σε πεσσούς, πρόσθεσαν τσιμεντόλιθους στους υπάρχοντες πεσσούς. 

Αν τη δεκαετία του ’70 όλα αυτά φάνταζαν καλώς καμωμένα, μετά το 2000 είναι – τουλάχιστον -ασύμβατα με τις αρχές της επιστήμης της συντήρησης και αναστήλωσης των διατηρητέων μνημείων. Όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχει ειδική υπηρεσία συντήρησης αρχαιοτήτων, η οποία είναι επιφορτισμένη με το έργο της επιστημονικά ορθής αποκατάστασης των μνημείων που χρήζουν προστασίας. Το έργο αυτό υποστηρίζεται από αρχαιολόγους, αρχιτέκτονες, μηχανικούς, συντηρητές και εργατοτεχνίτες ειδικά εκπαιδευμένους στον τομέα αυτό. Με βάση αυτές τις αρχές, πιστεύω, έγινε η συντήρηση του ναού της Αγίας Παρασκευής, χωρίς φυσικά να λείπουν και οι αντιρρήσεις για ορισμένες από τις παρεμβάσεις που έγιναν (π.χ. η μεταφορά του μεταλλικού σταυρού από τον τρούλο στην κορυφή του καμπαναριού) ή κάποιες αστοχίες στην εκτέλεση του έργου (στέγη δυτικού χαγιατιού). Ωστόσο είναι γενικά αποδεκτό ότι έγινε μια συντονισμένη από τους αρμόδιους φορείς προσπάθεια και ότι το αποτέλεσμα ήταν όσο πιο κοντά στην αρχική μορφή του ναού. 

Και έρχομαι στο “διά ταύτα”, που δεν είναι άλλο από την αντικατάσταση της στέγης του πολύπαθου ναού του Προφήτη Ηλία. Ο ναός συγκαταλέγεται στα ιστορικά διατηρητέα μνημεία 

του διαρκούς καταλόγου των κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων και μνημείων της Ελλάδος (ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ33/40508/1301/30-6-1997 - ΦΕΚ 805/Β/8-9-1997). Είναι λοιπόν παράδοξος ο τρόπος που εφαρμόστηκε η μελέτη αποκατάστασής του, αν φυσικά έγινε με τη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας υπηρεσίας. Η ύψωση της στέγης με τσιμεντόλιθους και τούβλα και εξωτερική επένδυση πέτρας είναι μάλλον άτυχη επιλογή για πολλούς και διάφορους λόγους, με πρώτο και καλύτερο ότι η αρχική μορφή του ναού, όπως μας είναι γνωστή, είχε αυτό το ύψος που έχουν οι τοιχογραφίες του εσωτερικού του. Επρόκειτο δηλαδή εξαρχής για χαμηλό ναό μικρών διαστάσεων και δεν χαμήλωσε εξαιτίας της προηγηθείσας παρέμβασης στη δεκαετία του ’70. Δεν είναι τυχαίο ότι το εικονογραφικό πρόγραμμα είναι συνεπτυγμένο για να προσαρμοστεί στα μέτρα του ναού και γι΄αυτό δεν απεικονίστηκαν άγιοι σε μετάλλια ούτε σκηνές του Δωδεκαόρτου, όπως στο ναό του αγίου Νικολάου που φέρει τρεις ζώνες εικονογράφησης. Από τον καιρό λοιπόν που χτίστηκε ήταν ένα ταπεινό εκκλησάκι, αρμονικά ενταγμένο στον περιβάλλοντα χώρο και στα λιγοστά οικονομικά μέσα της εποχής του, όπως μαρτυρά και ο μάλλον μικρός κατάλογος των κτητόρων στην κόγχη της Πρόθεσης (μπορεί να διακρίνει κανείς 19 ονόματα και μαζί με κάποια φθαρμένα δεν ξεπερνούν τα 30). 

Το πιο σοβαρό όμως είναι η σημαντική – θεωρώ- φθορά που έγινε στις τοιχογραφίες που είχαν απομείνει από τη δεκαετία του ’70 και οφείλεται -πάλι κατά τη γνώμη μου – στις εργασίες του συνεργείου, που υποθέτω ότι έγιναν με πλημμελή επίβλεψη. 

Δυστυχώς ό,τι έγινε, έγινε, αλλά και πάλι υπάρχουν περιθώρια να μη γίνει περαιτέρω ζημιά στις τοιχογραφίες, κατά το σοβάτισμα του εσωτερικού. Ποτέ δεν είναι αργά να καλέσουμε τις αρμόδιες υπηρεσίες να μας διαθέσουν το έμπειρο προσωπικό που χρειάζεται, ώστε να μη χάσουμε ούτε ένα τετραγωνικό εκατοστό ακόμα από την κληρονομιά μας... 

Σημειώσεις 

1. Σε πρώτη δημοσίευση βρίσκουμε τα κείμενα του Διαμάντη στην Ηπειρωτική Εστία στο άρθρο του “Λαογραφικά Νησίστας Τζουμέρκων” (Η. Ε., έτος Γ’ (1954), τ. 30, σ. 975). Έτσι γνωρίζουμε σήμερα το πλήρες εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού. 

2. Οι όροι ανακαίνιση και αναπαλαίωση δεν χρησιμοποιούνται στην ορολογία της επιστήμης της συντήρησης. Οι επιστημονικά δόκιμοι όροι που χρησιμοποιούνται ανάλογα με την έκταση των πραγματοποιούμενων εργασιών είναι συντήρηση, στερέωση, αποκατάσταση και αναστήλωση. 

3. Οι αρχαιολόγοι †Κωνστάντιος (ο μετέπειτα διευθυντής του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών) και Χαλκιά (επίτιμη διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών) δεν εντόπισαν την επιγραφή ιστόρησης του ναού (επειδή πιθανότατα δεν υφίστατο το 1976) και χρονολόγησαν - μόνο με τεχνοτροπικά κριτήρια - τις τοιχογραφίες “το νωρίτερο στα τέλη του 18ου αι.”, δηλαδή πολύ κοντά στον πραγματικό χρόνο εκτέλεσής τους στις αρχές του 19ου αι.! Επίσης, εκ παραδρομής μάλλον, η στέγη αναφέρεται ως δίριχτη, ενώ ήταν τετράριχτη. 

4. Το επίθετο “πολύπαθος” το αναφέρω και σε σχέση με μια βεβήλωση του ναού από φωτιά, η οποία πρέπει να έγινε μέσα στη δεκαετία 2000-2010. 

                                                                                                           Αθήνα, 29-8-2020.

                                                                                                         Ελένη Παπαβασιλείου



Δεν υπάρχουν σχόλια: