Τ’ Αη Γιωργιού για τα Βουνά, τ’ Αη Δημητριού για τα χειμαδιά.
Του Χρήστου Ντάλα
Τέτοια εποχή παλαιότερα, από τις εντυπωσιακές.... εικόνες των χωριών ήταν το πέρασμα των κοπαδιών των κτηνοτρόφων των Τζουμέρκων. Περί το 60, εποχές κοντά στο Πάσχα, ο τόπος άσπριζε από τα γιδοπρόβατα. Γέμιζαν οι λόφοι και τα λαγκάδια, συναυλίες από τα κουδούνια, κάθε κοπάδι τη δική του σύνθεση. Οι μικροί μαθητές απολαμβάναμε το θέαμα, χαιρόμαστε τα γκεσέμια και τα κριάρια με τα βαριά κουδούνια και τους κύπρους να οδηγούν. Για το χωριό, πάντως, κάθε πέρασμα των κοπαδιών σήμαινε συναγερμός, κάπου κάπου ζημιές στα χωράφια, οι αγροφύλακες σε δράση πάντα ένας κίνδυνος από τα βλαχόσκυλα.
Οι μετακινήσεις των κτηνοτρόφων είχαν δύο βασικές ημερομηνίες. «Τ’ αηγιωργιού» να ανέβουν στα βουνά και «τ’ αηδημητριού» να κατέβουν στα χειμαδιά. Οι δρόμοι μετακίνησης, οι σταθμοί από τα Τζουμέρκα στον κάμπο συγκεκριμένοι. Τα χωριά μας σε έναν από αυτούς τους δρόμους στην κοιλάδα του Αράχθου. Το χάνι του Κοντού στο Τραπεζάκι συνηθισμένος τόπος διανυκτέρευσης. Οι μετακινήσεις αυτές που διαρκούσαν δέκα έως και τριάντα μέρες ήταν δύσκολες για τους κτηνοτρόφους. Αντιμέτωποι με τις καιρικές συνθήκες, ο ύπνος συνήθως στο ύπαιθρο, φθορά των ζώων από τις ταλαιπωρίες και τις ζωοκλοπές. Τα βλαχόπουλα πάντα είχαν πρόβλημα στο σχολείο εξαιτίας των μαθημάτων που έχαναν, την αλλαγή σχολείου, την επιβάρυνση με δουλειές στα κοπάδια. Πάντα υστερούσαν από τους «χειμωνιάτες» που έμεναν μόνιμα στο χωριό και δεν μετακινούνταν στα χειμαδιά.
Στο βιβλίο του Νίκου Καρατζένη «Οι νομάδες κτηνοτρόφοι των Τζουμέρκων» περιγράφεται με εξαιρετικό τρόπο η ζωή των «βλάχων» που τέτοιο καιρό περνούσαν με τα κοπάδια τους από τα χωριά μας. Κάποια αποσπάσματα του βιβλίου με «σκηνές του δρόμου» αυτών των μετακινήσεων μεταφέρονται σ’ αυτό το σημείωμα.
Οι δρόμοι για τα βουνά και τα χειμαδιά.
Τρεις οι κυριότεροι δρόμοι μέχρι το 1970 από τα Τζουμέρκα στα χειμαδιά της Άρτας και της Ακαρνανίας. Ο πρώτος και κυριότερος μέσα από την κοιλάδα του Αράχθου που έπαιρναν οι νομάδες του Ματσουκιού, των Πραμάντων, των Μελισσουργών, των Αγνάντων και του Καταρράχτη.
Οι σταθμοί του δρομολογίου αυτού ήταν: 1ος Συγγενά ή Αγία Σωτήρα Αγνάντων, 2ος Σγάρα ή Σκοτωμένο, 3ος Καρκάβελο ή Χωραφιές του Μάμαλη, 4ος Αγριλούλα ή Χάνι του Κοντού, 5ος Ξεράδια (λάκα στρογγυλή), 6ος Κοσμίτσιανα (λάκες πριν το Πλατανόρεμα), 7ος Βαλαώρα Άρτας ή Αγρίδια Λιμίνης ή Κομποτέικο. 8ος Στου Μπλιώνη (λάκες πριν το Μενίδι), 9ος Ράμα (Κατάφουρκο), 10ος Παλιαυλή (υψώματα πριν την Αμφιλοχία), 11ος Σαμάρι (ακρολιμνιά Αμβρακίας) ή Σαραλίτικο (λάκες πριν την Κατούνα), 12ος Μαχαλιώτικο (Φυτείες Ξηρομέρου), 13ος Τσαπουρνιά Χρυσοβίτσας, 14ος φτάσιμο (περιοχή Αστακού).
Αυτό ήταν το δρομολόγιο των κτηνοτρόφων που περνούσαν από τα χωριά μας στην αριστερή πλευρά του Αράχθου.
Όσοι κτηνοτρόφοι ακολουθούσαν τη δεξιά όχθη του Αράχθου, τα ριζά του Ξηροβουνιού έκαναν τους σταθμούς: διακλάδωση δρόμου για Σγάρα ή Κο(ρ)δέλα Πλάκας, Κιάφα, Γραμμενίτσα, Βαλαώρα Άρτας ή Μπάνη, Ράμα κλπ. Τα κοπάδια που πήγαιναν από τη Μπάνη περνούσαν μέσα από τον κάμπο της Κόπραινας για να σκαλώσουν στο Δεκαεφτά, πριν το Μενίδι. Η πορεία μέσα από τις νερομάνες ήταν δύσκολη, τα πρόβατα σε πολλά σημεία έπρεπε να κολυμπούν μέσα στο νερό. Οι προταραίοι «έρουγαν» τα γκεσέμια τραϊά και κριάρια κι ακολουθούσε το προβατομάνι. Σαν έβγαιναν αντίπερα από κάθε χαντάκι τα πρόβατα με κολλημένα τα μαλλιά από τα νερά, τινάζονταν, ξανατινάζονταν να στεγνώσουν, ενώ τ’ αχαμνούτσικα ζγουράκια «γατσιομάλλιαζαν» από το κρύο.
Οι Τζουμερκιώτες ακολουθούσαν και δεύτερο δρομολόγιο πολλές φορές για την Άρτα μέσα από τα Ξεροβούνια κυρίως όσοι κτηνοτρόφοι ξεχείμαζαν στην περιοχή της Βόνιτσας.
Μετά τον πόλεμο έπαψαν να πηγαίνουν στα χειμαδιά τους από το Μακρυνόρο, αλλά από την Πρέβεζα. Οι σταθμοί της πορείας αυτής ήταν: μεγάλη κορδέλα Πλάκας, Βαλτσιώρα (Πηγάδια Καλεντζίου), Σκλίβανη (Μπριάσκοβο), Πέντε Πηγάδια Κλεισούρας, Παλιά Μουλιανά (Γοργόμυλος), Κουμπζιάδες (Αμμότοπος), Γραμμενίτσα κλπ. Οι νομάδες που τραβούσαν για το Βονιτσιάνικο συνέχιζαν την πορεία τους για Πρέβεζα. Οι υπόλοιποι σταθμοί τους ήταν: Στριβίνα (Καμπή), Καντζάς (Στεφάνη), Παλιασβεσταριά Λούρου, Φλάμπουρα, Σμυρτούλα, Μώλος Πρέβεζας, Μπούντα (Άκτιο), Σκράπεια και τέλος φτάσιμο. Το δρομολόγιο αυτό ήταν ξεκούραστο γι’ ανθρώπους και ζωντανά γιατί τα κονάκια ήταν μικρά, τα πρόβατα περνούσαν μέσα από λιβάδια και βοσκούσαν, αλλά τα Ξηροβούνια είχαν πολλά τσιμπούρια και τα γιδοπρόβατα υπόφεραν.
Οι νομάδες του Ανατολικού Τζουμέρκου Βουργαρελιώτες, Αθαμανιώτες και Θεοδωριανίτες ακολουθούσαν τρίτο δρομολόγιο. Για να φτάσουν στην Άρτα έκαναν τους παρακάτω σταθμούς: 1ος Αϊ Ηλιάς Βουργαρελιού, 2ος Παλιόχανο (Ραδιτσικό και Αντρία Μαρία), 3ος Ψηλά δέντρα (Καλεντίνη), 4ος Τρύπες (Πλατανόρεμα) ή Κοσμίτσιανα, 5ος Κομποτέικο. Πολλοί νομάδες από τα χωριά αυτά το φθινόπωρο πήγαιναν στα χειμαδιά από το Γάβρογο, ακολουθώντας μια πορεία δύσκολη μέσα από βουνά με χιόνια, κλεψιές και ζουλάπια. Οι σταθμοί της πορείας αυτής ήταν: 1ος Κέδρα Αθαμανίου, 2ος Κρανούλα Μεσούντας, 3ος Αγία Παρασκευή Ελάτης, 4ος Στρογγυλόκαμπος Καταβόθρας, 5ος Δυο Ελάτια (Σουμερού), 6ος Παλιοκούλια Σκουληκαριάς, 7ος Πρατίνα Παντιόπουλου, 8ος Διασέλια Παντιόπουλου, 9ος Λιβάδια Παντιόπουλου, 10ος Χάνι Λαγού (ανάμεσα Εμπεσό και Φλωριάδα), 11ος Τούρκα Ανοιξιάτικου, 12ος Αγία Τριάδα Ανοιξιάτικου, 13ος Παλιαυλή, 14ος Σαμάρι ή Σαραλίτικο, 15ος φτάσιμο στο λιβάδι (περιοχή Κατούνας).
Οι ετοιμασίες για τη στράτα και το ξεκίνημα.
Το γλυκοχάραμα μιας «καθημερινής» μέρας τα γαλαροκόπαδα ξεκινούσαν ένα-ένα με τους πραταραίους και τα τζομπανόσκυλα. Ο τσέλιγκας καθόταν «παρακοντά» να επιβλέψει το φόρτωμα των χοντρικών. Μέσα στο μοσχοβολημένο πανηγύρι του Μαγιάτικου πρωινού αχολογούσαν τα λακώματα αι οι πλαγιές από τα γαλαροκούδουνα, τα βελάσματα, τα «σιουρτά» και τα τουφείσματα. Μπροστά – μπροστά πήγαιναν τα περήφανα, ψηλόκορμα κι αργοβάδιστα τραϊά με την ταιριασμένη τους αρμάτα, ξαπόστατα, χωρίς καμιά φροντίδα, αφού το τσιουκάνισμα τους είχε στερήσει το πάθος και την ορμή της βαρβατίλας. Γι’ αυτό και χόντραιναν και στοίχειωναν κι είχαν «τρουβάδια τα ξύγκια» με μοναδική αποστολή τους το στόλισμα των κοπαδιών. Ακολουθούσαν κανταριασμένα το ένα πίσω το άλλο τα γαλαροκόπαδα κι η γαλατίλα κι η σαριά που άφηναν στο διάβα τους, έδιναν την αίσθηση μιας γνήσιας βουκολικής ζωής.
Οι τζιομπαναραίοι τα σύνταζαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν «να κόψουν» δρόμο όσο ήταν «κρυότη» γιατί σαν ο ήλιος ψήλωνε δυο -τρεις σαμαροτριχιές, έπρεπε να έχουν φτάσει στο στάλο τους. Τα κονάκια «φόρτωναν» μόλις οι ζεστές ηλιαχτίδες έπαιρναν τη δροσιά του πρωινού. Η μικρότερη νύφη της φαμιλιάς προπορεύοταν στο καραβάνι, ακολουθούσε ο τσέλιγκας καβάλα στ’ άλογο και «παρακοντα» τ’ αλογομούλαρα με τα «ντραγκανίσματα» των φορτίων του νοικοκυριού και τα μαξούμια πανωσάμαρα. Ήταν τιμή για την νύφη το προβάδισμα αυτό γι’ αυτό και η ίδια φρόντιζε να κάνει μεγαλύτερη εντύπωση φορώντας την «καλή» της φορεσιά που την αποτελούσε η κατακόκκινη μάλλινη φούστα της, το κεντημένο της πολκάκι, η άσπρη μαντήλα και τα τσαρούχια με τις φούντες.
Το άρμεγμα στη στράτα και το τυροκόμισμα.
Την άνοιξη ο στάλος ήταν εκείνος που καθόριζε τους μεσημεριάτικους σταθμούς. Έτσι όπου υπήρχαν δέντρα οι νομάδες σταματούσαν κι έφτιαχναν πρόχειρη στρούγκα για το άρμεγμα.
Σαν τελείωνε το άρμεγμα όλων των κοπαδιών της στάνης, στράγγιζαν καλά το γάλα στο μεγάλο καζάνι, κρατούσαν οι φαμίλιες όσο ήθελαν για τρίψα και το υπόλοιπο το έπηζαν τυρί. Το φθινόπωρο ο τραχανάς λύτρωνε τους νομάδες από την πείνα, ενώ το βραστόγαλο τους συντηρούσε την άνοιξη. Έτσι αφού έτρωγαν μικροί – μεγάλοι βραστογαλιά, οι άντρες έπιαναν έναν ίσκιο και τον «έκλεβαν» κανά δυο ώρες, ενώ οι γυναίκες έπλεναν τ’ αγγειά κι άρχιζαν το τυροκόμισμα, χωρίς λαρωμό μέσα στο καταμεσήμερο σαν οι καλότυχες των λαϊκών δοξασιών. Δε γινόταν αλλιώς, αφού το τυρί έπρεπε να μαζευτεί στις τσαντίλες, να στραγγίσει ως το δειλινό που θα φόρτωναν τα κονάκια για το βραδινό σταθμό. Τα παιδούρια δεν είχαν στασιό παρά την αποσταμάρα του ποδαρόδρομου. Ανέβαιναν στα κλαριά μεσημεριάτικα, έφτιαχναν κρεβάτια στα κλωνάρια τους, μάλωναν μεταξύ τους κι οι μανάδες όλο φώναζαν να «λαρώσουν».
Όταν στράγγιζε το τυρί φόρτωναν και πάλι και πήγαιναν για το βραδινό σταθμό. Στα χωριά που διάβαιναν έπρεπε οπωσδήποτε «να δώκουν» το τυρί χλωρό καθώς ήταν στην τσαντίλα γιατί με το βραδινό γάλα θα έφτιαχναν καινούργιο και έπρεπε οι τσαντίλες να αδειάσουν αλλά και το τυρί δεν άντεχε περισσότερη ώρα χωρίς αλάτισμα. Άφηναν έτσι ξεσκέπαστες τις άσπρες τσαντίλες κρεμασμένες σε κάποιο μουλάρι να προκαλέσουν το ενδιαφέρον των χωρικών για το τυρί.
Σε ένα σταθμό (κονάκι) – Ο ύπνος «κατάλακα»
Το σταθμό που έκαναν κάθε βράδυ στο δρόμο τους οι νομάδες τον έλεγαν «κονάκι». Κάναμε κονάκι στη Γραμμενίτσα ή από το χωριό στην Άρτα θέλουμε πέντε κονάκια, δηλαδή πέντε μέρες, πέντε σταθμούς.
Οι κτηνοτρόφοι των χωριών των Τζουμέρκων στους σταθμούς πολλές φορές έφτιαχναν καλατζιούκες – έτσι λέγαν τις πρόχειρες καλύβες - κι έβαζαν τις φαμίλιες τους σ’ αυτές. Έκοβαν 6-8 μακριά λουριά από δέντρα, έμπηχναν στη γη τα μισά από τη μια μεριά και τ’ άλλα από την άλλη, αδέρφωναν τις λεπτές κορφές τους και σχημάτιζαν έτσι τοξωτή καμάρα. Έριχναν πάνω παλιές βελέντζες, τσιόλια και κάπες κι έφτιαχναν με τον τρόπο αυτό πρόχειρα καλύβια.
Τις βραδιές που έβρεχε οι συνθήκες στους σταθμούς ήταν δραματικές. Οι γυναίκες έστηναν όρθιες τις μεριές, τις σκέπαζαν με τα τσιόλια και ρίζωναν κάτω απ’ αυτά οι ίδιες με τα λιανούρια και περνούσαν όλη τη νύχτα με μαζεμένα τα πόδια τους, ενώ το νερό διάβαινε ποτάμι κάτω από τα στρώματα. Τα παιδάκια κουράζονταν να καρτερούν τη αυγή έτσι μαζεμένα κουβάρι, τα τριχωτά μάλλινα σαΐσματα φταγμένα από μαλλιά γιδιών, τσιμπούσαν τα πρόσωπά τους και δεν τ’ άφηναν σε ησυχία, τα βυζανιάρικα έσκουζαν καθώς ήταν φασκιωμένα και σκαλωμένα στους κόρφους κυριολεκτικά των μανάδων τους που πάσχιζαν να τα μερώσουν με το βύζαμα. Τα γερόντια «πιάνονταν» καθώς ήταν «γρουδιασμένα» σε μια άκρη κάτω από τα τσιόλια και φώναζαν που και που κανένα πρατάρη να τα βοηθήσει να γυρίσουν από το άλλο πλευρό. Οι τζιομπαναραίοι με τις βαριές βρεμένες κάπες τους έπιαναν καμιά τούφα και λαγοκοιμούνταν στην άκρη από τα ζωντανά. Άνθρωποι και ζωντανά πρόσμεναν το χάραμα με την ελπίδα πως θα σταματήσει το κακό και θα δουν άσπρη μέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου