Σελίδες

Τρίτη 1 Αυγούστου 2023

Η Ηπειρώτισσα γυναίκα του χθες και του σήμερα.

Εισήγηση της Χρυσούλας Βαγγέλη-Κομζιά στην  διημερίδα με θέμα "Οι Γυναίκες ως εγγυήτριες ενός εξανθρωπισμένου πολιτισμού" στα πλαίσια των εκδηλώσεων "Το Ροδοφέγγαρο 2023", του Πολιτιστικού Συλλόγου Ροδαυγής "Η ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ"
   Πρώτα θέλω να αναφερθώ σε μία ιστορία που διάβασα στα εφηβικά μου χρόνια. Δεν θυμάμαι ούτε τον συγγραφέα ούτε τον... τίτλο του βιβλίου. Ένας πολιτισμένος λαός θέλησε να κατακτήσει έναν άγριο λαό. Δεν επιτέθηκαν με τόξα και δόρατα, παρά μόνο έδωσαν στις γυναίκες σαπούνι και άρωμα, και τις έχτισαν μπανιέρες με ζεστά νερά. Μέσα απ’ αυτό πίστευαν πως θα αποδυναμώσουν τους άγριους άνδρες, ότι θα πετάξουν τα τόξα τους και θα τρέχουν πίσω από τον ποδόγυρο των γυναικών. Και ως ένα σημείο το πέτυχαν!

   Δεν υπολόγισαν όμως την ανεξάντλητη δύναμη και ενέργεια των γυναικών. Η άγρια γυναίκα μέσα από την καθαριότητα και την καλή διατροφή, εξελίχθηκε. Ζήτησε από τον κατακτητή βιβλία, δημιούργησε σχολεία, οδήγησε τους άνδρες στις τέχνες και στο εμπόριο και τα παιδιά της προς τη μόρφωση. Με αποτέλεσμα να απομυζήσουν ό,τι είχε ο κατακτητής και να δημιουργήσουν ένα νέο και πιο αξιόλογο πολιτισμό. Αυτό το έργο μου θυμίζει τη χθεσινή άγρια, Ηπειρώτισσα γυναίκα.
Δεν είμαι επιστήμονας, και γι’ αυτό δε θα αναφερθώ σε επιστημονικές έρευνες. Θα αναφερθώ σε μια μικρή ιστορική αναδρομή, σε εικόνες, συναισθήματα και ζωντανές μαρτυρίες που βίωσα στην παιδική μου ηλικία.
--------------
   Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1860, η Αιμιλία Κτενά και η Καλιρρόη Κεχαγιά διεκδικούσαν ίσες οικονομικές απολαβές με τον άνδρα και αντίστοιχα τη χειραφέτηση της γυναίκας, η Ηπειρώτισσα γυναίκα είχε άγνοια. Ζούσε υπό το φόβο του οθωμανικού ζυγού. Πάλευε με τη φτώχεια, την αγραμματοσύνη και τις αντίξοες συνθήκες των ορεινών όγκων. Ωστόσο, μέσα στην οικογένεια δεν θεωρήθηκε ποτέ διανοητικά κατώτερη του άνδρα. Ήταν κόρη, σύζυγος, μάνα, νοικοκυρά, αγρότισσα, κτηνοτρόφος, τυροκόμος…Αξιοποιούσε με κάθε δυνατό τρόπο τα υλικά της φύσης προς όφελος της οικογένειας. Δεν είχε περιθώρια να σκεφτεί τα δικαιώματά της. Διατηρούσε πιστά τα χρηστά ήθη και τις τέχνες, όπως της κλωστικής (ρόκα και αδράχτι), της υφαντικής, της πλεκτικής και της ραπτικής. Ήταν υποστηρικτής και σύμβουλος του άνδρα. Έστελνε τα αγόρια της στο κρυφό ή φανερό σχολείο, ενώ τα κορίτσια απείχαν από το σχολείο. Και δεν ήταν θέμα κοινωνικής απομόνωσης, αλλά θέμα επιβίωσης. Οι γυναίκες ήταν πιο επιδέξιες στις απαιτούμενες δουλειές της οικογένειας. Το κορίτσι έπρεπε να προετοιμαστεί για το γάμο της, να ετοιμάσει την προίκα της για να μπορέσει να δημιουργήσει τη νέα οικογένεια και να διαιωνίσει το είδος της φυλής της. Η προίκα που σήμερα είναι ένα παρεξηγημένο γεγονός, παλιότερα είχε ένα εντελώς διαφορετικό νόημα. Το κορίτσι φεύγοντας από το σπίτι, έπαιρνε μαζί της ένα μέρος από τα δεδουλευμένα της. Είτε αυτό ήταν ρουχισμός, είτε ένα αγροτεμάχιο, είτε ένα χρηματικό ποσό, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες της οικογένειας.

   Όταν η Καλιρρόη Παρρέν μάχεται από το 19ο έως τις αρχές του 20ου αιώνα για τα πολιτικά δικαιώματα της γυναίκας, και το 1912 η γυναίκα διορίζεται για πρώτη φορά στο δημόσιο, η γυναίκα του ορεινού όγκου της Ηπείρου παραμένει στην ίδια θέση. Διατηρεί τη βαθιά συναίσθηση της ευθύνης και του χρέους απέναντι στην οικογένεια, την κοινωνία και τον τρόπο ζωής που διδάχτηκε. Οι εφημερίδες δεν έφτασαν ποτέ στα χέρια της, κι αν έφτασαν, δεν ήξερε να τις διαβάσει. Το 1915 και μετά, δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα πολλές γυναικείες οργανώσεις. Η γυναίκα του ορεινού όγκου της Ηπείρου μένει και πάλι αμέτοχη.

    Το 1930, όταν η Βαλεντίνα δοξάζεται ως σοφερίνα και αργότερα γίνεται τραγούδι («όπως πας σε λίγα χρόνια θα φορέσεις παντελόνια»), η γυναίκα στην Ήπειρο, μόλις που πρόλαβε να πενθήσει ή να χαρεί, τον πατέρα της ή το άντρα της που γύρισε από τον πόλεμο στη Μικρά Ασία. Βρίσκεται πάλι αναγκασμένη να ετοιμάσει τον γιό της για τον πόλεμο του 40’. Πλέκει τις κάλτσες και τη φανέλα του στρατιώτη, κουβαλάει πολεμοφόδια στα βουνά της Πίνδου και προσπαθεί μόνη της σα το στοιχειό της φύσης να διατηρήσει την οικογένεια, την κτηνοτροφία και το κύρος απέναντι στην κοινωνία.
Πριν και μετά τον πόλεμο του 40’, έως και τις αρχές της δεκαετίας του 60’, λόγω τη φτώχειας και τη πολυμελούς οικογένειας, πολλά νεαρά κοριτσάκια, ηλικίας περίπου δώδεκα ετών, δόθηκαν υπηρέτριες σε σπίτια οικογενειών στα μεγάλα αστικά κέντρα. Σχεδόν αμισθί, με την υπόσχεση να τις προικίσουν όταν έρθει η ώρα να παντρευτούν. Πολλές από αυτές κακοποιήθηκαν σωματικά και λεκτικά από τις ίδιες τις αφεντικίνες. Κάποιες δέχτηκαν σεξουαλική παρενόχληση και κάποιες άλλες βιάστηκαν ή παραπλανήθηκαν από τους άνδρες ή τους γιούς της οικογενείας.

    Το 1940 ο πόλεμος εξαθλιώνει τον ελληνικό λαό. Στην Ήπειρο, ενώ οι άνδρες είναι στον πόλεμο, οι γυναίκες πίσω σύσσωμες και εκπαιδευμένες στην σκληροτράχηλη ζωή, καταφέρνουν να διατηρήσουν την αυτάρκεια τροφής για την οικογένεια. Η λέξεις φεμινισμός και σεξισμός δεν υπήρχαν στο λεξιλόγιό τους. Στα χρόνια του εμφυλίου, πολλές νεαρές γυναίκες στρατολογήθηκαν, είτε ηθελημένα είτε με τη βία, στο αντάρτικο. Κάποιες αγνοείται ακόμα η τύχη τους. Όπως η Φερενίκη Δημόκα από το Προσήλιο των Τζουμέρκων. Ακόμα οι απόγονοι της οικογένειας ψάχνουν έστω και για ένα στοιχείο το τί απέγινε. Κάποιες άλλες δεν γύρισαν ποτέ πίσω στα σπίτια τους και πολλά χρόνια μετά βρέθηκαν να ζουν σε χώρες του ανατολικού μπλοκ και να έχουν δημιουργήσει δική τους οικογένεια, με αποτέλεσμα να έχουν αποκοπεί εντελώς από το δικό τους οικογενειακό περιβάλλον.

     Το 1952 οι γυναίκες στην Ελλάδα αποκτούν πολιτικά δικαιώματα, και το 1953 η Ελένη Σκούρα εκλέγεται η πρώτη Ελληνίδα βουλευτής. Η γυναίκα της Ηπείρου μένει ασυγκίνητη και θυμωμένη με τη μοίρα της. Δεν έχει δρόμους, δεν έχει ρούχα, δεν έχει παπούτσια, δεν έχει υδραγωγείο. Κουβαλάει το νερό με τη βαρέλα φορτωμένη στη ράχη της. Το σαπούνι δεν έφτασε ακόμα στα χέρια της. Ήταν είδος πολυτελείας και πουλιόταν στα μονοπώλια, όπως το αλάτι, τα σπίρτα, το πετρέλαιο…Οι γυναίκες έπλεναν ακόμα με αλισίβα. Η στάχτη είχε την ιδιότητα της λεύκανσης. Στις αρχές της δεκαετίας του 60’, δόθηκαν δάνεια από συνεταιριστικές οργανώσεις να αγοράσουν οι γυναίκες σαπούνι. Κάποιες το δέχτηκαν με ευχαρίστηση και κάποιες άλλες, όπως και η μητέρα μου, αρνήθηκαν πεισματικά να μπουν σε ένα τέτοιο δάνειο.

    Εγώ γεννημένη το 1959, θυμάμαι στα πρώτα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας, τρεις μεγάλες γυναίκες γεννημένες το 1800. Τις είδα σε ένα χωράφι να ανασηκώνουν ελαφρώς το φουστάνι τους από μπροστά και να κατουράνε όρθιες. Δεν τους περίσσευε χρόνος να λυγίσουν τα γόνατα. Αυτές οι γυναίκες αρνήθηκαν να φορέσουν βρακί ως το τέλος της ζωής τους. Οι κόρες τους φόρεσαν χαρτοβάμβακο και οι εγγονές τους σερβιέτα με φτερά. Πολλές από αυτές τις γυναίκες, όπως μου αφηγήθηκαν, γέννησαν τα παιδιά τους στο χωράφι αβοήθητες. Μία άλλη μου αφηγήθηκε πως πήγε στη βρύση να φέρει νερό με τη βαρέλα και την έπιασαν οι πόνοι της γέννας. Έμεινε στη βρύση μέχρι που γέννησε, τύλιξε το μωρό στην ποδιά της, φόρτωσε και τη βαρέλα με το νερό και γύρισε στο σπίτι να μαγειρέψει για την οικογένεια. Αυτές οι γυναίκες, από τη στιγμή που παντρεύονταν, η κοινωνία έπαυε να τις αποκαλεί με το βαφτιστικό τους όνομα. Ήταν η Αναγνώσταινα, η Γιώργαινα, η Χρίσταινα… Για πολλές από αυτές τις γυναίκες, εμείς οι νεότεροι, ενώ τις γνωρίζαμε, μάθαμε το πραγματικό τους όνομα διαβάζοντάς το πάνω στην ταφόπλακα.

   Σε ένα ποντιακό ανέκδοτο, ο Γιωρίκας μεθυσμένος λέει: «Η Συμέλα η δική μου κάνει τρεις δουλειές μαζί. Εμ αρμέγει την αγελάδα, εμ κατουράει, εμ μασάει τσίχλα». Στην Ήπειρο δεν αναφέρονται ανέκδοτα που να προσβάλλουν το γυναικείο φύλο. Ο Ηπειρώτης άνδρας σέβεται τη γυναίκα όσο και τον ίδιο του τον εαυτό. Πολλά ηπειρώτικα δημοτικά τραγούδια εξυψώνουν τη γυναίκα: «Κυρά μ’ όταν στολίζεσαι και πας στην εκκλησιά σου, βάζεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αλάργα». Αυτό μας δηλώνει πως η γυναίκα έβγαινε στην κοινωνία άσπιλη και αμόλυντη. Θα αναφέρω μία φράση που μπορεί να σας φανεί σοκαριστική, αλλά είναι πραγματικότητα. Για κάθε δύσκολη και επίπονη εργασία που έκανε μια γυναίκα, ο άνδρας είτε σύντροφος, είτε γείτονας, είτε συγγενής, ανασήκωνε τα φρύδια του με θαυμασμό και έλεγε: «Μπράβο της. Αυτή είναι πουτσαρίνα!». Αυτό δήλωνε την ισοδυναμία της γυναίκας με τον άνδρα. Δεν έλειπαν βέβαια, όπως και σε κάθε κοινωνία, και οι κακές συμπεριφορές, αλλά αυτά ήταν μεμονωμένα περιστατικά και δεν ανήκαν στους κανόνες της ηπειρώτικης κοινωνίας.

    Το 1956, η Λίνα Τσαλδάρη γίνεται η πρώτη Ελληνίδα υπουργός. Στην Ήπειρο, ελάχιστες γυναίκες τελείωσαν το Γυμνάσιο και ακόμα λιγότερες μπήκαν στα πανεπιστήμια, σε αντίθεση με ένα μεγάλο ποσοστό νέων ανδρών που φοίτησαν σε ανώτερες σχολές και έγιναν δάσκαλοι, καθηγητές, δικηγόροι…

    Στις αρχές της δεκαετίας του 60’ άνοιξε το ρεύμα της μετανάστευσης, κυρίως προς τη Γερμανία, τη χώρα του πρώην κατακτητή. Το πρώτο κύμα ήταν ένα μεγάλο πλήθος ανδρών και ξοπίσω τους ακολούθησαν και οι γυναίκες. Άλλες μόνες τους, άλλες με τους άνδρες τους κι άλλες με τους πατεράδες ή τα αδέρφια τους. Πολλές άφησαν πίσω τα παιδιά τους, ακόμα και νεογέννητα με αποτέλεσμα να μην έχουν προλάβει να χαρούν τη μητρότητα. Κι όταν επιστρέφουν, τα παιδιά αρνούνται να δεχτούν τη μητέρας τους. Δεν την αναγνωρίζουν. Τα αρνητικά στοιχεία της μετανάστευσης ήταν η ερήμωση της υπαίθρου, μείωση της κτηνοτροφίας, αποκοπή από τα προβλήματα του τόπου, δυσκολίες προσαρμογής και ανάγκη για εκμάθηση της νέας γλώσσας.

    Ωστόσο, η συμμετοχή της γυναίκας δίπλα στον άνδρα έφερε στη χώρα συνάλλαγμα. Γυναίκες και άνδρες εξειδικεύτηκαν σε νέες τεχνολογίες, ήρθαν σε επαφή με στοιχεία ξένων πολιτισμών. Αποκτούν γνώσεις, λύνουν απορίες, ικανοποιούν την περιέργειά τους. Οι γυναίκες αποκτούν αυτοπεποίθηση κι έτσι μαθαίνουν να μη φοβούνται, να μην ντρέπονται, να έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και να καταπολεμούν τα συναισθήματα της δειλίας και της μειονεκτικότητας απέναντι στους άλλους. Και όταν επιστρέφει, για λόγους οικονομίας, επιστρέφει ντυμένη με τα αποφόρια περασμένης μόδας που της χάρισαν οι Ευρωπαίες γυναίκες. Ωστόσο, επιστρέφοντας πάντα χέρι-χέρι μαζί με τον άνδρα, χτίζουν δίπατα σπίτια με μπανιέρες και θερμοσίφωνα. Πλένονται με αρωματικό σαπούνι και το πρώτο τους μέλημα είναι να σπουδάσουν τα παιδία τους. Με λίγα λόγια, εισέπραξαν ό,τι είχε ο πρώην κατακτητής και το αξιοποίησαν. Σήμερα η Ελλάδα είναι συγκρίσιμη με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.

    Την ίδια εποχή ξεκινάει ένα νέο ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης. Άνδρες και γυναίκες από τα ορεινά της Ηπείρου εγκαθιστούνται στα μεγάλα αστικά κέντρα. Εδώ η γυναίκα αντιμετωπίζει εντελώς διαφορετικά προβλήματα. Από τη μία βελτιώνονται οι δουλειές του σπιτιού· αποκτά ψυγείο, ηλεκτρική κουζίνα, πλυντήριο ρούχων…Κι από την άλλη, αδυνατεί να γεμίσει το ψυγείο της. Της λείπει η αυτάρκεια που είχε συνηθίσει στον τόπος της κι έτσι αναγκάζεται να βγει σε αφιλόξενους χώρους εργασίας. Ο γρήγορος ρυθμός εξέλιξης των γεγονότων, οι απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής, το άγχος, η υπερένταση φέρνουν συγκρούσεις μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας και, κατ’ επέκταση, στην οικογένεια. Ο άνδρας δυσκολεύεται να αλλάξει το παιδί, να πλύνει τα πιάτα ή ν’ απλώσει τη μπουγάδα. Ή αρνείται γιατί χάνει την ανεξαρτησία του. Αισθάνεται εγκλωβισμένος στο στενό διαμέρισμα και αγαναχτεί νομίζοντας πως αυτός είναι ο αδικημένος. Εδώ η γυναίκα επωμίζεται, πέρα από το χώρο εργασίας, και όλα τα βάρη της οικογένειας.

    Μέσα από πολλές διαμαρτυρίες γυναικών, το Σύνταγμα του 1975 κατοχυρώνει την ισότητα των δύο φύλων. Και το 1982 η Ελλάδα υπογράφει τη διεθνή σύμβαση για την ισότητα ανδρών και γυναικών. Η Ηπειρώτισσα γυναίκα έχασε τη μοναδικότητά της, σταδιακά αφομοιώθηκε με τις υπόλοιπες Ελληνίδες γυναίκες. Σήμερα η ηπειρώτισσα γυναίκα είναι καλλιεργημένη. Είναι γιατρίνα, δικηγορίνα, βουλευτίνα, ποιήτρια, συγγραφέας… Τη χειραφέτηση δεν την διεκδίκησε με τον ίδιο ζήλο όπως οι υπόλοιπες Ελληνίδες, γιατί ήταν ήδη χειραφετημένη. Ελάχιστες Ηπειρώτισσες φοιτήτριες βρέθηκαν πίσω από τα κάγκελα του Πολυτεχνείου, και ακόμα πιο λίγες πέταξαν διαμαρτυρόμενες το σουτιέν τους μπροστά στο Σύνταγμα.

    Αν ξεφυλλίσουμε προς τα πίσω τις σελίδες της ιστορίας μας, θα βρούμε άπειρες «πουτσαρίνες» γυναίκες· όπως οι Σουλιώτισσες που έπεσαν από το Ζάλογγο («Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια»), η μάνα του Κίτσου Τζαβέλα («Με το ποτάμι εμάλωνε και το πετροβολούσε»), η Αλτάνα της Πάργας, η Κώστα Κίτσαινα από τους Γεωργάνους Ιωαννίνων που ζώστηκε τ’άρματα… Και αν γυρίσουμε ακόμα πιο πίσω, θα διαπιστώσουμε πως η μεγαλύτερη χειραφετημένη Ηπειρώτισσα γυναίκα που πέρασε στην ιστορίας της Ελλάδας και ολόκληρης της Ευρώπης, ήταν η μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Γεννήθηκε στην Αρχαία Πασσαρώνα Ιωαννίνων, το σημερινό χωριό Λυγγιάδες, με το όνομα Μυρτάλη. Μπαίνοντας στα παλάτια της Μακεδονίας μετονομάστηκε σε Ολυμπιάδα. Ας μην ξεχνάμε πως ο μεγαλύτερος θρύλος της ιστορίας μας, ο Μέγας Αλέξανδρος, ήταν γεννημένος από μητέρα Ηπειρώτισσα.
    H Χρυσούλα Βαγγέλη-Κομζιά είναι συγγραφέας και μοδίστρα, με τον χρόνο της να μοιράζεται ανάμεσα στη γενέτειρά της, τη Ροδαυγή, και τη Θεσσαλονίκη. Με πάθος για τη λογοτεχνία και τη συγγραφή, τα κείμενά της έχουν στόχο να θίξουν ανθρώπινα θέματα και να αγγίξουν περισσότερες καρδιές, και πολλές φορές να Top of Formαναδείξουν την ιστορία και του πολιτισμό της Ροδαυγής. Το νέο της βιβλίο «Ο Κύκλος του Χορού» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πηγή, ενώ ετοιμάζει το νέο της μελλοντικό έργο.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου