Σελίδες

Δευτέρα 2 Αυγούστου 2021

Τέτοιαν ώρα ήταν εψές, τέτοια και παραπροψές..

O χρόνος του χωριού έχει διαφορετικό χτύπο και ρολόι. Μάλλον, δεν τον χρειάζεται. Χειμώνα και καλοκαίρι προσαρμόζεται, τρέχει, ηρεμεί, περιμένει στις γειτονιές, στις μυρουδιές, στην αλμύρα και στα μονοπάτια, αλλά και στα.... πρόσωπα των παρόντων, των εναπομείναντων αλλά και των απόντων. Οι βουτιές και οι βηματισμοί μου ξεκινάνε από τον Αμβρακικό κόλπο, την Κορωνησία, τις γειτονιές του Ιουνίου και καταλήγουν στο χωριό.
    Χρόνια τώρα, από τα μαθητικά και φοιτητικά καλοκαίρια, το δρομολόγιο παραμένει το ίδιο. Κόλλησε η βελόνα, και δύσκολα παρεκτρέπεται και αλλάζει. Γιατί οι διακοπές είναι ένα σημαντικό διάλειμμα στη ζωή. Αλλά είναι και οι άνθρωποι, και οι τόποι και οι λαλιές και οι εικόνες απαραίτητη προέκτασή της αλλά και συμπλήρωμα μέσα στο χρόνο των διακοπών. Τίποτε δε χάνεται με την πάροδο των χρόνων, αλλά και τίποτε δεν επιστρέφει. Όλα στο χωριό, με έναν περίεργο τρόπο καταλήγουν και περιφέρονται. Από την αρχή μέχρι το τέλος τους.
   Όταν πλησιάζω στη στροφή, και περνώντας χωριά και χωριά (το χωριό απέχει από την Άρτα 24 χιλιόμετρα, και γω απέχω 24 ώρες από την πατρίδα, περίεργοι οι συνειρμοί των αποστάσεων καμιά φορά) και η πινακίδα στο δρόμο σου λέει το «καλώς όρισες», τότε αρκετά, σχεδόν όλα, επανέρχονται ταχύτατα μπροστά μου. Τα μάτια, όλα μια αγκαλιά, λες και ο χρόνος δεν άλλαξε πλευρό και συνήθεια. Έργα των ανθρώπων και έργα της φύσης, συνορεύουν μεταξύ τους και ανανεώνονται.
Η ανατολή.
   Όλα στο κάδρο των στιγμών περιπλέκονται. Κάτω από μια κληματαριά Ζαμπέλας όλα έχουν άρωμα. Φασαρία κάνουν τα τζιτζίκια, κάτι παιδούρια και ο βασιλικός που μένει αμάραντος και σε ακουμπάει όταν περνάς από δίπλα του. Και σφραγίζουν το διαβατήριο ψυχής και σώματος για πάντα.
Όπως και οι κουμαριές, οι φτέρες, οι καστανιές, τα έλατα, τα πουρνάρια, οι πέτρες, ο καθαρός αέρας, το τσίπουρο, τα βλήτα, τα μονοπάτια, τα γεμιστά της μάνας μου, τα κάρβουνα, οι ντοπιολαλιές, οι χωριανοί, οι βασιλικοί, οι γλάστρες, τα ζα, τα αηδόνια, τα κεριά, το χώμα. Όλα συνδράμουν, εννοείται, χωρίς γραφικότητες. Ό,τι κοιτάει τον ουρανό και σε κοιτάει στα μάτια, σε περνάει απέναντι και σου δίνει κουράγιο και δύναμη. Όσο μακριά και να σαι, αυθόρμητα, ξεδιπλώνεται ένα άλλο ταξίδι, μέσα στο ταξίδι..
    Ροδαυγή. Αναπόσπαστο κομμάτι στη ζωή μου. Ορεινό χωριό του Νομού Άρτας. Κάπου επτακόσια μέτρα, από το νερό, με τον Άραχθο και το φράγμα Πουρναρίου στο βάθος. Λες και τα βλέπω όλα μπροστά μου. Και τα ακούω. Για την ιστορία, το ποτάμι αποτέλεσε το όριο, το σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, στην περιοχή της Ηπείρου, την περίοδο 1881-1912. Ένα από τα χιλιοτραγουδισμένα ποτάμια, όπως και το ξακουστό γεφύρι της Άρτας με τις παραλογές, τις καμάρες του και τον πλάτανο του Αλή.
   Στα παλιά χρόνια, οι ονομασίες του χωριού ήταν Αθήναιον και μετά Νησίστα. Ροδαυγή, το λέει και η λέξη, μιας και ο ήλιος ροδίζει εκπληκτικά το πρωί, προσδιορίζει την τωρινή του ονοματοδοσία από το 1962. Τα καλοκαίρια η εικόνα πιο εντυπωσιακή. Ο ήλιος, ο καλός καιρός και οι επισκέπτες, μακρινοί και κοντινοί μέτοικοι, απολαμβάνουν, τα του χωριού και της περιοχής τα δώρα και τις ομορφιές. Και φυσικά την πλατεία.
   Εκεί γίνεται και το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, στα τέλη Ιουλίου, στην καρδιά του καλοκαιριού, στην καρδιά του κύκλου των εκδηλώσεων της τοπικής κοινωνίας. Με τον χαρακτηριστικό χορό και δρώμενο, το καγκελάρι. Χορός που γίνεται και στα άλλα τζουμερκοχώρια. Συνήθως, εδώ στην Ροδαυγή, γίνεται και μια άλλη φορά. Παλιά γινόταν την Τρίτη της Λαμπρής, αλλά τα τελευταία χρόνια πραγματοποιείται την Κυριακή του Πάσχα.
    Άρθρο και φωτογραφίες του χωριανού μας Χρήστου Νιάρου, που δημοσιεύθηκε στο https://neoskosmos.com/. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου